συμπολυμερές

συμπολυμερές
το, Ν
χημ.
1. πολυμερής χημική ένωση τα μακρομόρια τής οποίας έχουν σχηματιστεί από τη συνένωση δύο ή περισσότερων τύπων απλούστερων μορίων, τών μονομερών
2. φρ. «συμπολυμερές συμπύκνωσης» — συμπολυμερές που προκύπτει από την αντίδραση τής συμπολυσυμπύκνωσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ., γαλλ. copolymerisat < co(n)- «συν» + polymerisat (< πολύ + μέρος + κατάλ. -isat)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περμπούναν — το, Ν χημ. συμπολυμερές τού βουταδιενίου και τού ακρυλικού νιτριλίου …   Dictionary of Greek

  • τριπολυμερές — το, Ν χημ. συμπολυμερές τού οποίου τα μακρομόρια περιέχουν τρεις διαφορετικούς τύπους μονομερών μονάδων …   Dictionary of Greek

  • ελαστομερή — Πολυμερή, συνήθως συνθετικά, που έχουν τις βασικές ιδιότητες του βουλκανισμένου καουτσούκ. Ανάμεσα στα πρώτα συνθετικά ε. ήταν το πολυχλωροπρένιο, το συμπολυμερές στυρόλιο βουταδιένιο και το πολυσουλφίδιο του νατρίου. Αργότερα, παρασκευάστηκαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”