- συμπολυμερές
- το, Νχημ.1. πολυμερής χημική ένωση τα μακρομόρια τής οποίας έχουν σχηματιστεί από τη συνένωση δύο ή περισσότερων τύπων απλούστερων μορίων, τών μονομερών2. φρ. «συμπολυμερές συμπύκνωσης» — συμπολυμερές που προκύπτει από την αντίδραση τής συμπολυσυμπύκνωσης.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ., γαλλ. copolymerisat < co(n)- «συν» + polymerisat (< πολύ + μέρος + κατάλ. -isat)].
Dictionary of Greek. 2013.